- γραφίδα
- Όργανο με το οποίο χαράσσουμε, ζωγραφίζουμε ή ιχνογραφούμε. Στην αρχαία Ελλάδα γραφίς ονομαζόταν το καλάμι ή το εργαλείο που χρησιμοποιούσαν για να γράψουν πάνω σε κέρινες πλάκες ή για να σκαλίσουν. Στον πληθυντικό, η λέξη δήλωνε τις εικόνες, τις ζωγραφιές. Η εξέλιξη της γ. οδήγησε στην κατασκευή της και από καλάμι, με το οποίο έγραφαν πάνω σε παπύρους ή περγαμηνές. Πρόκειται για τον κάλαμο ή γραφικό κάλαμο, που κατασκευαζόταν από καλάμια της Αιγύπτου ή της Κνίδου. Οι γ. και οι κάλαμοι φυλάσσονταν συνήθως σε δέσμες τοποθετημένες σε ειδικές θήκες. Στην νεότερη εποχή, άγνωστο από πότε χρησιμοποιήθηκαν ως γ. τα φτερά των πουλιών και κυρίως της χήνας. Στον Μεσαίωνα έκαναν την εμφάνισή τους και οι γ. από μέταλλα. Η χρήση πάντως των μεταλλικών γ. ήταν γνωστή στους Ρωμαίους. Μία τέτοια γ. βρίσκεται τώρα στο αρχαιολογικό μουσείο της Νάπολης. Η βιομηχανική κατασκευή γ. άρχισε περίπου το 1820 στη Μεγάλη Βρετανία. Πρόκειται για την πένα. Για την κατασκευή της χρησιμοποιούσαν χαλύβδινα ελάσματα και ειδικά μηχανήματα για την κοπή του περιγράμματος και το σχίσιμο της αιχμής.
Φαραωνικές θήκες από ελεφαντόδοντο με γραφικά σύνεργα (Αρχαιολογικό Μουσείο, Κάιρο).
* * *η (AM γραφίς)όργανο με το οποίο γράφει, ζωγραφίζει ή ιχνογραφεί κανείςνεοελλ.(για συγγραφέα) η χαρακτηριστική τεχνοτροπία, το ύφος τουαρχ.-μσν.ο χρωστήρας, το πινέλο τού ζωγράφουαρχ.1. σμίλη, κοπίδι2. σχεδιογράφημα3. βελόνα για κέντημα4. κέντημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γραφή ή < γράφω].
Dictionary of Greek. 2013.